- κάλχη
- η (Α κάλχη και χάλκη και χάλχη)ο κοχλίας ή ο έλικας τού ιωνικού κιονοκράνουαρχ.1. ο κοχλίας τής πορφύρας, το κοχλιοειδές μαλάκιο πορφύρα2. η πορφύρα, η πορφυρή βαφή που βγαίνει από το μαλάκιο πορφύρα3. το φυτό χρυσάνθεμο το στεφανωματικό που έχει πορφυρό χρώμα4. (κατά τον φιλόλ. Bockh) στον πληθ. κάλχαι ή χάλκαιο γλυπτικός διάκοσμος που υπάρχει στο ανώτατο μέρος τού επιστυλίου τού Ερεχθείου.[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως. Η σύνδεση τού τ. με το κύριο όν. Κάλχας είναι ατεκμηρίωτη. Οι τ. χάλκη και χάλχη αποτελούν άλλες γραφές τού τ. κάλχη: ο πρώτος ερμηνεύεται με μετάθεση τού δασέος (-χ-), ενώ ο δεύτερος είναι προϊόν συμφυρμού τών κάλχη και χάλκη].
Dictionary of Greek. 2013.